- ἐπακτικῶς
- ἐπακτικόςleading onadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επακτικός — ἐπακτικός, ή, όν (Α) [επάγω] 1. επαγωγικός, ο αναφερόμενος στην επαγωγή ή αυτός που γίνεται με επαγωγή 2. αυτός που διεγείρει, που παρακινεί ή που συμβάλλει, που συντελεί σε κάτι 3. ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, ευχάριστος. επίρρ...… … Dictionary of Greek